1να με πείσει να έρθω εδώ πέρα. Νιώθω πως
2αφόρος, κανένας ως τα τώρα δεν κάλεσε την
3      "Μπα!" έκανε ο κ. Ναπ, και τα μάτια
4του Μύστερυ Μάιλ είναι σαν να είσαι πατέ-
5ματικά τρελός όταν μας έγραφε".
6ψίθυρο, που άκουγαν μεν καθαρά, αλλά δεν
7απ' αυτές που ανήκουν στο Μύστερυ Μάιλ.
8τριάντα χρόνια. Απ' όσο θυμάμαι, μόνο μια
9και το πνεύμα μου. Σας ζητώ, από σένα και
10τούρα. Επειδής είναι ξένος, μπορεί να μην
11μοιάζειμε αποθήκη -στην πιο μικρή από δυο
12      "Κατά τη γνώμη μου, κύριε, αν και
13στην κρεβατοκάμαρά του, που βρισκόταν δί-
14ζει τα μυαλά του στον αέρα".
15διο, αυτό κατάλαβα. Ξέρω και το σχέδιο του
16να τους συμβουλεύεις να μην καλέσουν την
17      Η Μπίντυ αναστέναξε. "Δεν ξέρετε τι
18γι' αυτόν, και ούτε σε μια δεν υπάρχει έ-
19
20
21καθόλου στο χωριό, κανένας δεν έπρεπε να
22από την οποία είχε απλώσει ένα κάποιο λού-
23λογή από τρόπαια. Μια μικρή ομάδα πάνω από
24μούς των δέντρων. Λίγη από τη γαλήνη και
25      Η Μπίντυ κούνησε το κεφάλι της αρνη-
26
27που ήταν ξαπλωμένος άνετα στον καναπέ όπου
28"Το σπίτι σας μετά το πάρκο, και αυτό εδώ
29ζεις τι πάει και βρίσκει, από δω κι από
30αντλία δίπλα στο Ντάουερ Χάουζ. Ένας ψη-
31τητά του - από τη μια μεριά.
32      Το επιτιμητικό χαμόγελο δεν έσβησε
33σωστά στην ώρα της. Αναρωτιόμουν, λοιπόν,
34ντά της ξαφνικά τύλιξε τα μπράτσα του γύρω
35ξανθού μαλλιού από κόκκινα μέχρι κίτρινα.
36λήθεια", είπε. "Η Μπίντυ έχει δίκιο για
37ξε στην τσέπη του, καταλήγοντας στο συμπέ-
38λήθεια", είπε. "Η Μπίντυ έχει δίκιο για
39μια καλή φωτιά, κι ολόκληρο το δωμάτιο έ-
40      Ο κ. Κάμπιον τον κύτταξε ψυχρά.
41ρη κηλίδα στη γυαλισμένη εσχάρα του κιβω-
42      "Πολύ σωστά, και το κορίτσι που κά-
43Κεττλ".
44τώφλι. "Δεν σας κατάλαβα".
45      Η αλλαγή πάνω του έγινε αμέσως φανε-
46καλωσορίζουμε έτσι κι αλλιώς. Ελπίζουμε να
47σου", είπε. "Η Ίζοπελ κι εγώ έχουμε αφε-
48
49Κεττλ. "Θα σας έλεγα τα πάντα, αν ήξερα
50γράφημα έλεγε πάνω κάτω αυτά: "Ελάτε αμέ-
51ηχώ ο Κάμπιον.
52κνο της Εκκλησίας. Στην εποχή του Ρισελιέ,
53      Για κάμποσην ώρα έμειναν εκεί βυθι-
54ωφελεί", είπε. "Δεν ξέρουν τίποτα. Καλύτε-
55αρχή γενειάδας που ήταν σκορπισμένη στο
56τεινε ο κ. Κάμπιον.
57γυναίκα. Ένα είδος ζήλειας, θα έλεγα".
58      Ο κ. Κάμπιον δεν έδειξε κανένα σημά-
59του σπιτιού καθώς φαίνεται", είπε ο Δικα-
60τρεις πέννες. Εγγυημένη εξαπάτηση. Εξαιτί-
61φωτιά στη βιβλιοθήκη ήταν το χαρτί που
62γυναίκα του Τζωρτζ την πήγε σπίτι του.
63βέντες έφτασαν και στ' αυτιά του Μάρλοου.
64και υποβαστάζοντάς την, απώθεσε την Μπίντυ
65του καρφωμένα στα γυαλιά που έκρυβαν τη
66ρο δέρμα κι έξυπνο πρόσωπο υπερβολικά μι-
67λαξε, η κατευναστική επίδραση από το διά-
68      "Αλλά ο Πατέρας-Σουήθιν αυτοκτόνη-
69ήρεμους ιδιοκτήτες του ήταν πραγματικά κα-
70το πνεύμα. Πάμε".
71θαρά τη φωνή που είχαν ακούσει μουρμουρι-
72      Οι άλλοι χαμογέλασαν. Η αγανάκτηση
73
74ψευτόφυλλα.
75      "Φίνος τύπος για να δουλεύεις μαζί
76κάποτε έναν άνθρωπο, που έλεγε ότι η εξοχή
77σθηση ευπρέπειας.
78θλιμμένα.
79      "Γνωστός Αμερικανός Σώζεται Ως Εκ
80αργίες. Όταν έκανε περιουσία και αγόρασε
81      Ένα ελαφρύ βήμα στο δρόμο πίσω τους
82γωνομετρίας και της Κυβομπουρδολογίας. Θα
83ο αρχιμηχανικός, ακολουθώντας το βλέμμα
84χη;" τους ρώτησε ανυπόμονα.
85γεία μου", είπε ο νεαρός. "Αντρικές ιστο-
86      Ο Τζάιλς δεν απάντησε, και ο Λόμπετ
87κάθε απιθανότητας, γιατί;"
88σκηνής. "Αν, κατά τη μετακίνηση του πιά-
89εσύ το μόνο που κάνεις είναι να οργανώνεις
90      "Ήταν αυτοκτονία. Νομίζω πως δεν υ-
91οπωσδήποτε, τι λες;" συνέχισε με ανησυχία,
92καταλάβει τους αλλουνούς".
93Κάμπον. "Την περασμένη βδομάδα καταφτάνει
94δοποιητική κραυγή πάνω από τους βάλτους έ-
95δει", είπε η Μπίντυ, χαϊδεύοντας το κεφάλι
96αυτό συνέβη μετά που αποσύρθηκε)- ρίχτηκαν
97γέρο-Λόμπετ, "θα τους περιμένουμε εδώ".
98της έσβησε στη σιωπή.
99τό; Έχει μοναχά δυο λάμες", είπε η Μπίντυ
100      Η Μπίντυ ξέσπασε σε γέλια και τους
101
102σχέδιο, με το κεφάλι του αλόγου πολύ πιο
103
104που δεν μπορούμε να του ξεφύγουμε".
105μου, πώς μου μεγαλώσατε! Μοιάζει σαν χτες
106λουδιών στην άκρη του δρόμου, και ένας α-
107στις τόσες σκουντουφλάω πάνω σε κάτι πλη-
108την τάβλα του πάγκου και οι νέοι μπήκαν
109από τα άλλα.
110ων την μετέφεραν προσεχτικά στο σπίτι. Ο
111του είπε μαλακά. "Άφησέ με να πάω πρώτος.
112Κάμπιον. "Ο εφημέριός μου. Λαμπρός τύπος,
113πόρτα ο πιο φαρδύστερνος και ο πιο πένθι-
114      "Στις είκοσι δύο", μονολόγησε ο Αμε-
115χισε εμπιστευτικά, "έχω φέρει κάτι μαζί
116τύχει ν'ακούσω κάτιτις ενδιάφερον. Αμόλυσα
117      "Και ο Ρόμνεϋ;" είπε ο κ. Μπάρμπερ,
118λό. "Έστειλα ψες το βράδυ να του ζητήσω
119      Τέλος, τράβηξε ένα μικρό, χιλιοτσα-
120
121νείς όλο το πρωί. Η Κάντυ λέει πως την εί-
122τό, Ποιοι είναι;"
123Τζάιλς στα συγκαλά του. Μαζί με τον Κάμπι-
124              ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΓΚΡΙΖΟΙ
125του δρόμου και κατηφόρησαν ένα μικρό στε-
126"Αχ, κ. Κάμπιον, σερ" -σούρθηκε ταπεινωμέ-
127του καρφωμένα στα γυαλιά που έκρυβαν τη
128στο Λονδίνο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μην
129τάδι -μια ξερακιανή, μοναχική φιγούρα, το
130ρόλους τους στην αστυνόμευση με μεγάλη ε-
131λο. Τον παρακολούθησαν σαν μαγνητισμένοι
132      Του έριξε ένα από κείνα τα διαπερα-
133      Και όλη αυτή την ώρα το κιβώτιο έμε-
134ριφρονητικά ο Κάμπιον. "Φοβάμαι πως δεν υ-
135ρετε, όλα είναι ζήτημα ιδεώδους".
136ρες".
137
138επί βασιλείας του Ιακώβου του  ΑΑ, όταν ε-
139για την υπόθεση που αυτός ο ηλίθιος ο
140